-
1 συναντήση
συναντήσηι, συνάντησιςmeeting: fem dat sg (epic)συναντάωmeet face to face: aor subj mid 2nd sg (attic ionic)συναντάωmeet face to face: aor subj act 3rd sg (attic ionic)συναντάωmeet face to face: fut ind mid 2nd sg (attic ionic)συναντάωmeet face to face: aor subj mid 2nd sg (attic ionic)συναντάωmeet face to face: aor subj act 3rd sg (attic ionic)συναντάωmeet face to face: fut ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic)συνᾱντήσῃ, συναντάωmeet face to face: futperf ind mp 2nd sg (attic doric ionic aeolic)συνᾱντήσῃ, συναντάωmeet face to face: futperf ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic) -
2 συναντήσῃ
συναντήσηι, συνάντησιςmeeting: fem dat sg (epic)συναντάωmeet face to face: aor subj mid 2nd sg (attic ionic)συναντάωmeet face to face: aor subj act 3rd sg (attic ionic)συναντάωmeet face to face: fut ind mid 2nd sg (attic ionic)συναντάωmeet face to face: aor subj mid 2nd sg (attic ionic)συναντάωmeet face to face: aor subj act 3rd sg (attic ionic)συναντάωmeet face to face: fut ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic)συνᾱντήσῃ, συναντάωmeet face to face: futperf ind mp 2nd sg (attic doric ionic aeolic)συνᾱντήσῃ, συναντάωmeet face to face: futperf ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic) -
3 συνάντηση
[синандиси] ουσ. Θ. встреча.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συνάντηση
-
4 συνάντηση
[синандиси] ουσ θ встреча. -
5 συνάντηση
cредбаcредбатаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > συνάντηση
-
6 συνάντηση
karşılaşma, rastlama -
7 συνάντηση
rencontre -
8 συνάντηση
1) napotykać czas.2) spotkać czas.3) spotkanie (n) rzecz.4) spotykać czas. -
9 συνάντηση
1) potkání2) schůzka3) setkání4) střetnutí -
10 συνάντηση
1) appointment2) encounter3) fixtureΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συνάντηση
-
11 rastlama
συνάντηση, συναπάντημα, αντάμωση -
12 rastlanma
συνάντηση -
13 potkání
συνάντηση -
14 setkání
συνάντηση -
15 fixture
συνάντηση -
16 встреча
встреча ж η συνάντηση η υποδοχή (приём) тёплая \встреча η θερμή υποδοχή; \встреча фут больных команд η ποδοσφαι ρική συνάντηση ◇ \встреча Нового года о γιορτασμός του Νέου έτους* * *жη συνάντηση; η υποδοχή ( приём)тёплая встре́ча — η θερμή υποδοχή
встре́ча футбо́льных кома́нд — η ποδοσφαιρική συνάντηση
••встре́ча Но́вого го́да — ο γιορτασμός του Νέου έτους
-
17 свидание
свидание с η συνάντηση; το ραντεβού (тж. любовное)· назначить \свидание ορίζω συνάντηση, κάνω ραντεβού ◇ до \свиданиея! καλή αντάμωση!, χαίρετε!, αντίο!* * *сη συνάντηση; το ραντεβού (тж. любовное)назна́чить свида́ние — ορίζω συνάντηση, κάνω ραντεβού
••до свида́ния! — καλή αντάμωση!, χαίρετε!, αντίο!
-
18 συνάντημα
το, συνάντηση (-ις (-εως)] η встреча (в рази, знач); слёт;τυχαία (βραχεία, ευτυχής) συνάντηση — случайная (короткая, счастливая) встреча;
έχω συνάντηση — у меня деловое свидание;
ποδοσφαιρική συνάντηση — футбольная встреча
-
19 встреча
-и θ.1. συνάντηση, αντάμωμα, σμίξιμο, έντευξη•неожиданная встреча ανεπάντεχη συνάντηση•
поздароваться при -е χαιρετιέμαι κατά τη συνάντηση.
(αθλτ.) η συνάντηση, ματς.2. υποδοχή, προύπάντηση, καλωσόρισμα.εκφρ.встреча нового года – το γιόρτασμα της Πρωτοχρονιάς. -
20 случайный
случайный τυχαίος· \случайныйая встреча η τυχαία συνάντηση* * *случа́йная встре́ча — η τυχαία συνάντηση
См. также в других словарях:
συνάντηση — η / συνάντησις, ήσεως, ΝΑ [συναντῶ] το να συναντάται κανείς με άλλον, συναπάντημα, αντάμωση («η συνάντησή μας ήταν τυχαία») νεοελλ. 1. (αθλ.) αγώνας μεταξύ δύο αθλητών ή δύο αθλητικών ομάδων («ποδοσφαιρική συνάντηση») 2. φρ. α) «συνάντηση… … Dictionary of Greek
συνάντηση — η 1. τονα βρεθεί κάποιος μπροστά σε κάποιον, αντάμωμα: Όρισαν συνάντηση για την άλλη μέρα. – Η συνάντησή τους αποδείχτηκε μοιραία. 2. μτφ., αγώνας ανάμεσα σε δύο αθλητές ή ομάδες: Ποδοσφαιρική συνάντηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συναντήσῃ — συναντήσηι , συνάντησις meeting fem dat sg (epic) συναντάω meet face to face aor subj mid 2nd sg (attic ionic) συναντάω meet face to face aor subj act 3rd sg (attic ionic) συναντάω meet face to face fut ind mid 2nd sg (attic ionic) συναντάω meet… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρούση — Συνάντηση δύο ή περισσότερων κινούμενων σωμάτων, η οποία επιτρέπει την ανταλλαγή ενέργειας μεταξύ τους. Ο όρος κ. –όπως χρησιμοποιείται στη φυσική– δεν προϋποθέτει απαραίτητα την επαφή των σωμάτων. Στην κλασική μηχανική, τα προβλήματα κ.… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek